- ιππέμπορος
- οέμπορος ίππων, τσαμπάσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + ἔμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιππεμπορία — η [ιππέμπορος] το εμπόριο τών ίππων … Dictionary of Greek